ἐκπέμπεσθαι

ἐκπέμπεσθαι
ἐκπέμπω
send out
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πέμπελος — η, ο / πέμπελος, ον, ΜΑ γηραλέος, υπέργηρος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”